Русско-новогреческий словарь - вести
Перевод с русского языка вести на греческий
несов
1. (сопровождать) ὀδηγῶ, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον:
~ за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·
2. (идти во главе) ὀδηγω, ἡγούμαι, εἶμαι ἐπί κεφαλής:
~ войска в бой ὀδηγῶ τά στρατεύματα στή μάχη·
3. (управлять ~ машиной и т. п.) ὀδηγῶ, διευθύνω:
~ автомобиль ὀδηγῶ αὐτοκίνητο·
4. (руководить) διευθύνω, καθοδηγώ:
~ дела διαχειρίζομαι τίς ὑποθέσεις· ~ заседание διευθύνω τή συνεδρίαση· ~ домашнее хозяйство διαχειρίζομαι (или διευθύνω) τό νοικοκυριό·
5. (осуществлять) διεξάγω, κάνω:
~ войну διεξάγω πόλεμο· ~ борьбу κάνω ἀγώνα, παλεύω, ἀγωνίζομαι, μάχομαι· ~ переговоры διεξάγω διαπραγματεύσεις· ~ правильный образ жизни διάγω ὁμαλό τρόπο ζωής· ~ протокол κρατώ τά πρακτικά· ~ переписку а) ἀλληλογραφώ, ἔχω ἀλληλογραφία, б) διεξάγω τήν ἀλληλογραφία (в учреждении)·
6. (куда-л., к чему-л.) ὀδηγῶ, φέρ{ν}ω:
дорога ведет к реке ὁ δρόμος βγάζει στό ποτάμι· лестница ведет на верхний этаж ἡ σκάλα ὁδηγεί στό ἐπάνω πάτωμα·
7. (иметь следствием) ὀδηγῶ προς, ἐπιφέρω, φέρ{ν}ω, ἔχω συνέπεια:
это ни к чему не ведет αὐτό δέν ὁδηγεί σέ τίποτε· ◊ ~ начало от чего-л. χρονολογούμαι, ἀρχίζω· ~ себя хорошо συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά· ~ наступление ἐνεργώ (или κάνω) ἐπίθεση.